Έντονη κριτική ασκούν στην Περιφερειακή αρχή Στερεάς Ελλάδας οι Π.Σ. της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Γιώργος Γκικόπουλος και Σοφία Ντούρου με αφορμή την ολοκλήρωση της διαμόρφωσης των πέντε «Περιφερειακών Κοινωνικών Συμπράξεων» που συγκροτούνται με βάση το Πρόγραμμα «Επισιτιστικής και Βασικής Υλικής Συνδρομής προς απόρους», που είναι ενταγμένο «στους στόχους της στρατηγικής Ευρώπη 2020″.
Όπως τονίζει η «Λαϊκή Συσπείρωση» με αυτήν τη «στρατηγική» προωθούνται «όλες οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που διευρύνουν τη φτώχεια για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα».
Έτσι λοιπόν μέσω του Ταμείου Ευρωπαϊκής Βοήθειας για τους Απόρους (ΤΕΒΑ), αποφασίστηκε να δοθούν στην Ελλάδα για το διάστημα 2015 – 2020 ακριβώς 330.555.021 ευρώ σε 62.000 νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
«Απαράβατος όρος για την «υλοποίηση των δράσεων», είναι οι «Συμπράξεις», στις οποίες συμμετέχουν δήμοι και περιφέρειες, μέχρι «καταναλωτικές οργανώσεις, ΝΠΙΔ και άτυπα κοινωνικά δίκτυα, με πρωτοβουλίες και δράσεις διανομής ειδών σε απόρους σε τοπικό επίπεδο». Με άλλα λόγια, Εκκλησία, ιδιώτες, καταναλωτικές οργανώσεις, ΜΚΟ…», επισημαίνει η «Λαϊκή Συσπείρωση».
Οι δύο Περιφερειακοί Σύμβουλοι υποστηρίζουν οτι έτσι δεν λύνεται το πρόβλημα, «δεν δίνεται διέξοδος στις οξυμένες λαϊκές ανάγκες» και καλούν την περιφερειακή αρχή να πάρει θέση για άλλα μέτρα όπως η διαγραφή οφειλών οικογενειών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας προς τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και την αύξηση μηνιαίας δωρεάν παροχής ρεύματος, η παροχή δωρεάν πλήρους ιατροφαρμακευτικής , νοσοκομειακής περίθαλψης προς όλους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, η παροχή ενός γεύματος ημερησίως στους μαθητές Πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού και η διαγραφή χρεών των Σχολικών Επιτροπών και ΑΕΙ-ΑΤΕΙ για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας.
Ακολούθως υπογραμμίζουν οτι η μεγάλη μερίδα και αυτών των κονδυλίων του προγράμματος «δε θα ακουμπήσει τις ανάγκες των τσακισμένων συμπολιτών μας» και «θα περάσουν και πάλι στο μεγάλο τους μέρος στα χέρια ιδιωτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων».
Επισημαίνουν οτι «είναι καιρός πια να απαιτηθεί άλλη πορεία και κατεύθυνση αυτών των προγραμμάτων, να σταματήσει η κοροϊδία και η απάτη που στήνεται, για άλλη μια φορά, στο όνομα των φτωχών και των ανέργων» και καλούν την κυβέρνηση και τα αρμόδια υπουργεία, «να πάρουν άμεσα όλα εκείνα τα μέτρα που χρειάζονται, ώστε τα προγράμματα να περάσουν στην αποκλειστική ευθύνη, αρμοδιότητα, έλεγχο και χειρισμό των κρατικών κοινωνικών δομών και υπηρεσιών» μακριά από «τα κάθε λογής ιδιωτικά συμφέροντα» και παράλληλα «να στηριχτούν έμπρακτα οι δημοτικές κοινωνικές υπηρεσίες και τα κρατικά κοινωνικά ιδρύματα και οι οργανισμοί που έχουν σαν κύριο έργο τους τη στήριξη του παιδιού, της οικογένειας, των γερόντων, των ΑΜΕΑ».
Καταλήγοντας τονίζουν: «Η στήριξη των δημόσιων – κρατικών κοινωνικών δομών σήμερα είναι πρώτιστη και κύρια ανάγκη. Είναι αυτές που έχουν τη γνώση, την εμπειρία, τη δυνατότητα της καταγραφής και ανάδειξης των λαϊκών προβλημάτων και αναγκών, που μπορούν να διασφαλίσουν με τους καλύτερους δυνατούς όρους σήμερα, ότι μπορεί να πάρει μικρές ανάσες το λαϊκό νοικοκυριό, να εγγυηθούν στοιχειωδώς ότι και τέτοιου είδους προγράμματα μπορούν να εξυπηρετήσουν με συνέχεια τις οξυμένες λαϊκές ανάγκες».